σμηγματώδης: Difference between revisions
From LSJ
ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
(c2) |
(6_7) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0910.png Seite 910]] ες, zum Reiben, Schmieren, Abwischen gehörig, dazu dienend, Hippocr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0910.png Seite 910]] ες, zum Reiben, Schmieren, Abwischen gehörig, dazu dienend, Hippocr. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σμηγμᾰτώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ ἔχων καθαριστικὰς ἰδιότητας, χρησιμεύων ὡς [[σάπων]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 392, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 10. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:50, 5 August 2017
English (LSJ)
ες,
A like a σμῆγμα, fatty, Hp.Acut.53; τροφή Aret.CA1.10, cf. 2.1; χυλοί Id.CD1.13.
German (Pape)
[Seite 910] ες, zum Reiben, Schmieren, Abwischen gehörig, dazu dienend, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
σμηγμᾰτώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἔχων καθαριστικὰς ἰδιότητας, χρησιμεύων ὡς σάπων, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 392, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 10.