τριζυγής: Difference between revisions
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
(12) |
(6_8) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=trizugh/s | |Beta Code=trizugh/s | ||
|Definition=ές, | |Definition=ές, | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''τριζῠγής''': -ές, τρίζῠγος, ον, καὶ τρίζυξ, -ῠγος, ὁ, ἡ, ὁ [[μετὰ]] δύο ἄλλων συνεζευγμένος, [[τρεῖς]] [[ὁμοῦ]], ἐπὶ τῶν Χαρίτων, (Gratia... nudis juncta sororibus), Χαρίτων τριζύγων Σοφ. Ἀποσπ. 490· τρίζυγοι θεαὶ Εὐρ. Ἑλ. 357· τριζυγέες Χάριτες Ἀνθ. Π. 11. 27· [[ὡσαύτως]], τρίζυγες κασίγνητοι [[αὐτόθι]] 6. 181· πρβλ. [[ζεῦγος]] ΙΙΙ. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:54, 5 August 2017
English (LSJ)
ές,
Greek (Liddell-Scott)
τριζῠγής: -ές, τρίζῠγος, ον, καὶ τρίζυξ, -ῠγος, ὁ, ἡ, ὁ μετὰ δύο ἄλλων συνεζευγμένος, τρεῖς ὁμοῦ, ἐπὶ τῶν Χαρίτων, (Gratia... nudis juncta sororibus), Χαρίτων τριζύγων Σοφ. Ἀποσπ. 490· τρίζυγοι θεαὶ Εὐρ. Ἑλ. 357· τριζυγέες Χάριτες Ἀνθ. Π. 11. 27· ὡσαύτως, τρίζυγες κασίγνητοι αὐτόθι 6. 181· πρβλ. ζεῦγος ΙΙΙ.