ἔκτισις: Difference between revisions

From LSJ

γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit

Source
(13_4)
(6_8)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0781.png Seite 781]] ἡ, das Bezahlen, Büßen; βλάβης, ζημίας, χρημάτων, Plat. Legg. IX, 862 d 855 ac; διπλασία, des Doppelten, Din. 2, 17; τῶν κλεμμάτων Dem. 24, 113; ἔκτισιν ποιεῖσθαι, = ἐκτίνειν, Dem. 24, 189.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0781.png Seite 781]] ἡ, das Bezahlen, Büßen; βλάβης, ζημίας, χρημάτων, Plat. Legg. IX, 862 d 855 ac; διπλασία, des Doppelten, Din. 2, 17; τῶν κλεμμάτων Dem. 24, 113; ἔκτισιν ποιεῖσθαι, = ἐκτίνειν, Dem. 24, 189.
}}
{{ls
|lstext='''ἔκτῐσις''': -εως, ἡ, [[ἀπότισις]], πληρωμή, Πλάτ. Νόμ. 855Α· ἡ ἔκτ. ἦν ἐπὶ τῆς ἐνάτης πρυτανείας Ἀνδοκ. 10. 17· τινος Δημ. 1025, 2· ἔκτ. ποιεῖσθαι = ἐκτίνειν, ὁ αὐτ. 834. 27.
}}
}}

Revision as of 10:59, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκτισις Medium diacritics: ἔκτισις Low diacritics: έκτισις Capitals: ΕΚΤΙΣΙΣ
Transliteration A: éktisis Transliteration B: ektisis Transliteration C: ektisis Beta Code: e)/ktisis

English (LSJ)

   A v. ἔκτεισις. ἔκτισμα, v. ἔκτεισμα.

German (Pape)

[Seite 781] ἡ, das Bezahlen, Büßen; βλάβης, ζημίας, χρημάτων, Plat. Legg. IX, 862 d 855 ac; διπλασία, des Doppelten, Din. 2, 17; τῶν κλεμμάτων Dem. 24, 113; ἔκτισιν ποιεῖσθαι, = ἐκτίνειν, Dem. 24, 189.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκτῐσις: -εως, ἡ, ἀπότισις, πληρωμή, Πλάτ. Νόμ. 855Α· ἡ ἔκτ. ἦν ἐπὶ τῆς ἐνάτης πρυτανείας Ἀνδοκ. 10. 17· τινος Δημ. 1025, 2· ἔκτ. ποιεῖσθαι = ἐκτίνειν, ὁ αὐτ. 834. 27.