φύσκων: Difference between revisions
From LSJ
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
(13_2) |
(6_9) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1319.png Seite 1319]] ωνος, oder φυσκών, ῶνος, ὁ, Dickbauch, Schmeerbauch; Plut. Coriol. 11; Spottname des fünften Ptolemäus, vgl. D. L. 1, 81. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1319.png Seite 1319]] ωνος, oder φυσκών, ῶνος, ὁ, Dickbauch, Schmeerbauch; Plut. Coriol. 11; Spottname des fünften Ptolemäus, vgl. D. L. 1, 81. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''φύσκων''': ἢ φυσκών, ὁ, παχὺς τὴν γαστέρα, [[γάστρων]], [[προγάστωρ]], ὁ Ἀλκαῖος ἀπεκάλει τὸν Πιττακὸν φύσκωνα καὶ γάστρωνα, ὅτι παχὺς ἦν Διογέν. Λαέρτ. 1. 81˙ ἐπώνυμον Πτολεμ. τοῦ Ε΄, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 4, 11, κτλ. 2) παρὰ [[Πολυδ]]. Ζ΄, 205, [[εἶδος]] βόλου ἐν τῷ κυβεύειν: «οἱ δὲ βελτίους βόλοι, ἐφ’ οἷς καὶ τὸ εὐκυβεῖν ἐλέγετο, [[βόλος]] [[πρανής]]... [[φύσκων]]». | |||
}} | }} |
Revision as of 11:08, 5 August 2017
English (LSJ)
or φυσκών, ῶνος, ὁ,
A pot-belly, nickname given to Pittacus, Alc.37B; freq. of Ptolemy VII, J.AJ12.4.11, etc. 2 a throw of the dice, Poll.7.205.
German (Pape)
[Seite 1319] ωνος, oder φυσκών, ῶνος, ὁ, Dickbauch, Schmeerbauch; Plut. Coriol. 11; Spottname des fünften Ptolemäus, vgl. D. L. 1, 81.
Greek (Liddell-Scott)
φύσκων: ἢ φυσκών, ὁ, παχὺς τὴν γαστέρα, γάστρων, προγάστωρ, ὁ Ἀλκαῖος ἀπεκάλει τὸν Πιττακὸν φύσκωνα καὶ γάστρωνα, ὅτι παχὺς ἦν Διογέν. Λαέρτ. 1. 81˙ ἐπώνυμον Πτολεμ. τοῦ Ε΄, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 4, 11, κτλ. 2) παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 205, εἶδος βόλου ἐν τῷ κυβεύειν: «οἱ δὲ βελτίους βόλοι, ἐφ’ οἷς καὶ τὸ εὐκυβεῖν ἐλέγετο, βόλος πρανής... φύσκων».