στροταγέω: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
(11)
 
(6_20)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=strotage/w
|Beta Code=strotage/w
|Definition=στρόταγος, στρότος, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[στρατηγέω]], στρατηγός, στρατός.</span>
|Definition=στρόταγος, στρότος, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[στρατηγέω]], στρατηγός, στρατός.</span>
}}
{{ls
|lstext='''στροτᾱγέω''': στροτᾱγός, Αἰολ. ἀντὶ στρατηγ-, Συλλ. Ἐπιγρ. 2189, -86, -91.
}}
}}

Revision as of 11:09, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στροταγέω Medium diacritics: στροταγέω Low diacritics: στροταγέω Capitals: ΣΤΡΟΤΑΓΕΩ
Transliteration A: strotagéō Transliteration B: strotageō Transliteration C: strotageo Beta Code: strotage/w

English (LSJ)

στρόταγος, στρότος,

   A v. στρατηγέω, στρατηγός, στρατός.

Greek (Liddell-Scott)

στροτᾱγέω: στροτᾱγός, Αἰολ. ἀντὶ στρατηγ-, Συλλ. Ἐπιγρ. 2189, -86, -91.