ἀναχάσκω: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
(c1)
(6_6)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0215.png Seite 215]] = [[ἀναχαίνω]], nur praes., Ar. Av. 502; impf., Luc. V. H. 2, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0215.png Seite 215]] = [[ἀναχαίνω]], nur praes., Ar. Av. 502; impf., Luc. V. H. 2, 1.
}}
{{ls
|lstext='''ἀναχάσκω''': ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 502, παρ’ Ἀθην. 86F. (Ἀριστοφ. ἐν «Βαβυλωνίοις»), Λουκ. π. Ἀλ. Ἱστ. 2.1· ποιητ. ἄγχασκε Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 22: - οἱ λοιποὶ χρόνοι σχηματίζονται ἐκ τοῦ μεταγεν. ἐνεστ. [[ἀναχαίνω]]: μέλλ. -χᾰνοῦμαι Ἱππ. 264. 51., 678. 34. -ἀόρ. β΄ ἀνέχᾰνον: πρκμ. ἀνακέχηνα: -ἀνοίγω [[μεγάλως]] τὸ [[στόμα]] μου, κἀναχανὼν μέγα ἀνέκραγον Ἀριστοφ. Ἱππ. 641· [[στόμα]] ἀνακεχηνὸς Ἱπποκρ. 579. 40, πρβλ. 36.
}}
}}

Revision as of 11:16, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναχάσκω Medium diacritics: ἀναχάσκω Low diacritics: αναχάσκω Capitals: ΑΝΑΧΑΣΚΩ
Transliteration A: anacháskō Transliteration B: anachaskō Transliteration C: anachasko Beta Code: a)naxa/skw

English (LSJ)

only pres. and impf., Ar.Av.502, Fr.68, Luc.VH2.1; poet.

   A ἄγχασκε Pherecr.196:—other tenses from pres. Αναχαίνω, fut. -χᾰνοῦμαι Hp.Superf.29: aor. 2 ἀνέχᾰνον: pf. ἀνακέχηνα:—open the mouth, gape wide, ἀναχανὼν μέγα Ar.Eq.641; στόμα ἀνακεχηνός Hp.Nat.Mul.45.

German (Pape)

[Seite 215] = ἀναχαίνω, nur praes., Ar. Av. 502; impf., Luc. V. H. 2, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναχάσκω: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 502, παρ’ Ἀθην. 86F. (Ἀριστοφ. ἐν «Βαβυλωνίοις»), Λουκ. π. Ἀλ. Ἱστ. 2.1· ποιητ. ἄγχασκε Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 22: - οἱ λοιποὶ χρόνοι σχηματίζονται ἐκ τοῦ μεταγεν. ἐνεστ. ἀναχαίνω: μέλλ. -χᾰνοῦμαι Ἱππ. 264. 51., 678. 34. -ἀόρ. β΄ ἀνέχᾰνον: πρκμ. ἀνακέχηνα: -ἀνοίγω μεγάλως τὸ στόμα μου, κἀναχανὼν μέγα ἀνέκραγον Ἀριστοφ. Ἱππ. 641· στόμα ἀνακεχηνὸς Ἱπποκρ. 579. 40, πρβλ. 36.