ἀπωστός: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
(b)
(6_11)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0342.png Seite 342]] weggestoßen, vertrieben, γῆς Soph. Ant. 978.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0342.png Seite 342]] weggestoßen, vertrieben, γῆς Soph. Ant. 978.
}}
{{ls
|lstext='''ἀπωστός''': -ή, -όν, ὁ ἀπελαθεὶς ἀπό τινος μέρους, «ἐκδεδιωγμένος» (Σουΐδ), τῆς [[ἑωυτοῦ]] (ἐνν. γῆς) Ἡρόδ. 6. 5, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 1019· «[[ἀπωστός]]· φυγὰς» Ἡσύχ. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ ἀπελάσῃ, νὰ ἀποδιώξῃ, οὐδὲ ἀπωστοὶ ἔσονται Ἡρόδ. 1. 71.
}}
}}

Revision as of 11:17, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπωστός Medium diacritics: ἀπωστός Low diacritics: απωστός Capitals: ΑΠΩΣΤΟΣ
Transliteration A: apōstós Transliteration B: apōstos Transliteration C: apostos Beta Code: a)pwsto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A thrust or driven away from, τῆς ἑωυτοῦ (sc. γῆς) Hdt.6.5, cf. S.Aj.1019.    II that can be driven away, οὐδὲ ἀπωστοὶ ἔσονται Hdt.1.71.

German (Pape)

[Seite 342] weggestoßen, vertrieben, γῆς Soph. Ant. 978.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπωστός: -ή, -όν, ὁ ἀπελαθεὶς ἀπό τινος μέρους, «ἐκδεδιωγμένος» (Σουΐδ), τῆς ἑωυτοῦ (ἐνν. γῆς) Ἡρόδ. 6. 5, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 1019· «ἀπωστός· φυγὰς» Ἡσύχ. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ ἀπελάσῃ, νὰ ἀποδιώξῃ, οὐδὲ ἀπωστοὶ ἔσονται Ἡρόδ. 1. 71.