παρασπονδέω: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
(13_5)
(6_6)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0499.png Seite 499]] gegen das Bündniß od. den Vertrag handeln; ἠδίκει καὶ παρεσπόνδει καὶ ἔλυε τὴν εἰρήνην, Dem. 18, 71; Sp., εἴς τινα, D. Hal. 2, 98. u. τινά, Jemanden durch Bundbrüchigkeit verletzen, gegen ihn den Bund brechen, Pol. 1, 7, 8; Plut. Sull. 3; auch πίστεις, δεξιάς, D. Hal. 6, 30. 7, 46; auch pass., παρεσπονδημένοι Pol. 3, 15, 7, u. öfter, wie D. Hal. 6, 80; Plut. Timol. 30 u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0499.png Seite 499]] gegen das Bündniß od. den Vertrag handeln; ἠδίκει καὶ παρεσπόνδει καὶ ἔλυε τὴν εἰρήνην, Dem. 18, 71; Sp., εἴς τινα, D. Hal. 2, 98. u. τινά, Jemanden durch Bundbrüchigkeit verletzen, gegen ihn den Bund brechen, Pol. 1, 7, 8; Plut. Sull. 3; auch πίστεις, δεξιάς, D. Hal. 6, 30. 7, 46; auch pass., παρεσπονδημένοι Pol. 3, 15, 7, u. öfter, wie D. Hal. 6, 80; Plut. Timol. 30 u. a. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''παρασπονδέω''': εἶμαι [[παράσπονδος]], τὰς σπονδὰς καὶ συνθήκας [[παραβαίνω]], Δημ. 85. 22., 248. 20· εἴς τινα Διον. Ἁλ. 2. 98. ΙΙ. μεταβ., 1) π. τινα, [[παραβαίνω]] τὴν ὀφειλομένην εἴς τινα πίστιν, παρεσπόνδησαν τοὺς Ρηγίνους Πολύβ. 1. 7, 8· παρασπονδῆσαι τὸν ἕτερον Πλουτ. Σύλλ. 3. - Παθ., οὕς οὐ περιόψεσθαι παρεσπονδημένους Πολύβ. 3. 15, 7, κλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παρεσπονδημένοι· ἔκθεσμοι, παρηνομημένοι». 2) παρασπονδῶ πίστεις, δεξιάς, [[παραβαίνω]] ὑποσχέσεις μεθ’ ὅρκων γενομένας, κλ., Διον. Ἁλ. 6. 30., 7. 46.
}}
}}

Revision as of 11:18, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρασπονδέω Medium diacritics: παρασπονδέω Low diacritics: παρασπονδέω Capitals: ΠΑΡΑΣΠΟΝΔΕΩ
Transliteration A: paraspondéō Transliteration B: paraspondeō Transliteration C: paraspondeo Beta Code: parasponde/w

English (LSJ)

   A break a compact or treaty, D.7.36, 18.71, Onos.37.3 ; εἴς τινα D.H.2.72.    II trans.,    1 π. τινάς break faith with them, Plb.1.7.8, cf. Plu.Sull.3 ; τοὺς παρεσπονδηκότας τὰς πόλεις IG 22.687.32 :—Pass., suffer by a breach of faith, Plb.3.15.7, J. BJ1.19.4 ; ὑπό τινος Id.Vit.59.    2 π. πίστεις, δεξιάς, violate pledges, etc., D.H.6.30, 7.46.

German (Pape)

[Seite 499] gegen das Bündniß od. den Vertrag handeln; ἠδίκει καὶ παρεσπόνδει καὶ ἔλυε τὴν εἰρήνην, Dem. 18, 71; Sp., εἴς τινα, D. Hal. 2, 98. u. τινά, Jemanden durch Bundbrüchigkeit verletzen, gegen ihn den Bund brechen, Pol. 1, 7, 8; Plut. Sull. 3; auch πίστεις, δεξιάς, D. Hal. 6, 30. 7, 46; auch pass., παρεσπονδημένοι Pol. 3, 15, 7, u. öfter, wie D. Hal. 6, 80; Plut. Timol. 30 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρασπονδέω: εἶμαι παράσπονδος, τὰς σπονδὰς καὶ συνθήκας παραβαίνω, Δημ. 85. 22., 248. 20· εἴς τινα Διον. Ἁλ. 2. 98. ΙΙ. μεταβ., 1) π. τινα, παραβαίνω τὴν ὀφειλομένην εἴς τινα πίστιν, παρεσπόνδησαν τοὺς Ρηγίνους Πολύβ. 1. 7, 8· παρασπονδῆσαι τὸν ἕτερον Πλουτ. Σύλλ. 3. - Παθ., οὕς οὐ περιόψεσθαι παρεσπονδημένους Πολύβ. 3. 15, 7, κλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παρεσπονδημένοι· ἔκθεσμοι, παρηνομημένοι». 2) παρασπονδῶ πίστεις, δεξιάς, παραβαίνω ὑποσχέσεις μεθ’ ὅρκων γενομένας, κλ., Διον. Ἁλ. 6. 30., 7. 46.