μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
νοσσοποιέω: συγκεκομ. ἀντὶ νεοσσοποιέω, Ἑβδομ. (Ἡσαΐ. ΙΓ΄, 22).