ἀμφιμάχομαι: Difference between revisions
καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance
(13_4) |
(6_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0141.png Seite 141]] (s. [[μάχομαι]]), umkämpfen, um etwas kämpfen, Ἴλιον Il. 6, 461, πόλιν 9, 412, στρατόν 16, 73, νῆσον 18, 208; auch mit dem gen., τείχεος 15, 391, νέκυος 18, 20, 16, 496. 533 Σαρπηδόνος ἀμφιμάχεσθαι vgl. Scholl. Aristonic.; vgl. ἀμφὶ νέκυι μάχωμαι 16, 526. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0141.png Seite 141]] (s. [[μάχομαι]]), umkämpfen, um etwas kämpfen, Ἴλιον Il. 6, 461, πόλιν 9, 412, στρατόν 16, 73, νῆσον 18, 208; auch mit dem gen., τείχεος 15, 391, νέκυος 18, 20, 16, 496. 533 Σαρπηδόνος ἀμφιμάχεσθαι vgl. Scholl. Aristonic.; vgl. ἀμφὶ νέκυι μάχωμαι 16, 526. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀμφιμάχομαι''': [ᾰ], Ἐπ. Ἀποθ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστῶτα καὶ παρατ., [[μάχομαι]] ὁλόγυρα. 1) μ. αἰτ. = [[προσβάλλω]], ἐφορμῶ, πολιορκῶ, Ἴλιον ἀμφεμάχοντο Ἰλ. Ζ. 461· Τρώων πόλιν Ι. 412· στρατὸν ΙΙ. 73. 2) μ. γεν. = [[μάχομαι]] [[περί]] τινος, ὡς π.χ. περὶ βραβείου, ἐπί τε τῶν ὑπερασπιζόντων καὶ τῶν ἐπιπιπτόντων, τείχεος ἀμφεμάχοντο Ο. 391· νέκυος δὲ δὴ ἀμφ. Σ. 20. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:20, 5 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], Ep. Verb, only pres and impf.,
A fight round: 1 c. acc., assail, besiege, Ἴλιον ἀμφεμάχοντο Il.6.461; Τρώων πόλιν 9.412; στρατόν 16.73. 2 c. gen., fight for, as for a prize, of defenders and assallants, τείχεος ἀμφεμάχοντο 15.391; νέκυος δὲ δὴ ἀ. 18.20; χώρας SIG527.151 (Dreros, iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 141] (s. μάχομαι), umkämpfen, um etwas kämpfen, Ἴλιον Il. 6, 461, πόλιν 9, 412, στρατόν 16, 73, νῆσον 18, 208; auch mit dem gen., τείχεος 15, 391, νέκυος 18, 20, 16, 496. 533 Σαρπηδόνος ἀμφιμάχεσθαι vgl. Scholl. Aristonic.; vgl. ἀμφὶ νέκυι μάχωμαι 16, 526.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιμάχομαι: [ᾰ], Ἐπ. Ἀποθ., ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστῶτα καὶ παρατ., μάχομαι ὁλόγυρα. 1) μ. αἰτ. = προσβάλλω, ἐφορμῶ, πολιορκῶ, Ἴλιον ἀμφεμάχοντο Ἰλ. Ζ. 461· Τρώων πόλιν Ι. 412· στρατὸν ΙΙ. 73. 2) μ. γεν. = μάχομαι περί τινος, ὡς π.χ. περὶ βραβείου, ἐπί τε τῶν ὑπερασπιζόντων καὶ τῶν ἐπιπιπτόντων, τείχεος ἀμφεμάχοντο Ο. 391· νέκυος δὲ δὴ ἀμφ. Σ. 20.