νωθρεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
(6_5)
(No difference)

Revision as of 11:23, 5 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

νωθρεύομαι: ἀποθετ., φέρομαι νωθρῶς ἢ εἶμαι νωθρός, βραδύς, ἐπὶ προσώπων, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Θ΄, 137· νενωθρευμένοι Ἱππ. Κωακ. Προγν. 218· ἐπὶ οἰδημάτων, νενωθρευμένα αὐτόθι 125· ― τὸ ἐνεργ. παρὰ Πολυδ. Α΄, 159.