Revision as of 11:23, 5 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
νωθρεύομαι: ἀποθετ., φέρομαι νωθρῶς ἢ εἶμαι νωθρός, βραδύς, ἐπὶ προσώπων, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Θ΄, 137· νενωθρευμένοι Ἱππ. Κωακ. Προγν. 218· ἐπὶ οἰδημάτων, νενωθρευμένα αὐτόθι 125· ― τὸ ἐνεργ. παρὰ Πολυδ. Α΄, 159.