ἀρότρευμα: Difference between revisions
From LSJ
(c2) |
(6_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0357.png Seite 357]] τό, das geackerte Land, auch Zeugung, Stob. ecl. phys. 1, p. 1000. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0357.png Seite 357]] τό, das geackerte Land, auch Zeugung, Stob. ecl. phys. 1, p. 1000. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀρότρευμα''': -ατος, τὸ, ἀλέτρισμα, ὄργωμα, μεταφ., [[ἄλλος]] ἐξ ἄλλου γεννώμενος ἠδ’ ἀναβλαστῶν (μεταγεν. ἀντὶ ἀναβλαστάνων) ψυχοῦται γονίμου φύσεως ἀροτρεύμασι καινοῖς Ποιητ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 1000. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:23, 5 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A ploughing: metaph., generation, φύσεως ἀ. καινοῖς Poet. ap. Stob.1.49.46.
German (Pape)
[Seite 357] τό, das geackerte Land, auch Zeugung, Stob. ecl. phys. 1, p. 1000.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρότρευμα: -ατος, τὸ, ἀλέτρισμα, ὄργωμα, μεταφ., ἄλλος ἐξ ἄλλου γεννώμενος ἠδ’ ἀναβλαστῶν (μεταγεν. ἀντὶ ἀναβλαστάνων) ψυχοῦται γονίμου φύσεως ἀροτρεύμασι καινοῖς Ποιητ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 1000.