ἐπιτερπής: Difference between revisions

From LSJ

αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point

Source
(13_5)
(6_8)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0991.png Seite 991]] ές, erfreulich, angenehm, [[χῶρος]] H. h. Apoll. 413; ἃ καὶ λόγῳ ἐστὶν ἀκούειν οὐκ ἐπιτερπές Plat. Phaedr. 240 d; τῶν πεπραγμένων ἐπιτερπεῖς αἱ μνῆμαι Arist. Eth. 9, 4; εὐχὴ πολίταις εὐτερπὴς [[ἰδεῖν]] Plut. Rom. 16.; auch adv., Plut. Num. 13. – Dem Vergnügen ergeben, Plut. Alc. 23.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0991.png Seite 991]] ές, erfreulich, angenehm, [[χῶρος]] H. h. Apoll. 413; ἃ καὶ λόγῳ ἐστὶν ἀκούειν οὐκ ἐπιτερπές Plat. Phaedr. 240 d; τῶν πεπραγμένων ἐπιτερπεῖς αἱ μνῆμαι Arist. Eth. 9, 4; εὐχὴ πολίταις εὐτερπὴς [[ἰδεῖν]] Plut. Rom. 16.; auch adv., Plut. Num. 13. – Dem Vergnügen ergeben, Plut. Alc. 23.
}}
{{ls
|lstext='''ἐπιτερπής''': -ές, παρέχων τέρψιν, [[τερπνός]], [[εὐχάριστος]], [[χῶρος]], Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 413· ἃ καὶ λόγῳ… ἀκούειν οὐκ ἐπιτερπὲς Πλάτ. Φαῖδρ. 240D· [[ἰδεῖν]] Πλουτ. Ρωμ. 16· τῶν πεπραγμένων ἐπ. αἱ μνῆμαι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 4, 5. ― Ἐπίρρ. -πῶς, Πλουτ. Νουμ. 13. II. ὁ εἰς τέρψεις, ἡδονὰς ἀφωσιωμένος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 23.
}}
}}

Revision as of 11:27, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτερπής Medium diacritics: ἐπιτερπής Low diacritics: επιτερπής Capitals: ΕΠΙΤΕΡΠΗΣ
Transliteration A: epiterpḗs Transliteration B: epiterpēs Transliteration C: epiterpis Beta Code: e)piterph/s

English (LSJ)

ές,

   A pleasing, delightful, χῶρος h.Ap.413 ; ἃ καὶ λόγῳ.. ἀκούειν οὐκ ἐπιτερπές Pl.Phdr.240e ; ἰδεῖν Plu.Rom.16 ; τῶν πεπραγμένων ἐ. αἱ μνῆμαι Arist.EN1166a25 : Sup., τὰ -έστατα Democr.233. Adv. -πῶς, διατίθεσθαι Phld.Mus.p.84K., cf. Plu.Num.13.    II devoted to pleasure (unless = pleasant companion), Id.Alc.23.

German (Pape)

[Seite 991] ές, erfreulich, angenehm, χῶρος H. h. Apoll. 413; ἃ καὶ λόγῳ ἐστὶν ἀκούειν οὐκ ἐπιτερπές Plat. Phaedr. 240 d; τῶν πεπραγμένων ἐπιτερπεῖς αἱ μνῆμαι Arist. Eth. 9, 4; εὐχὴ πολίταις εὐτερπὴς ἰδεῖν Plut. Rom. 16.; auch adv., Plut. Num. 13. – Dem Vergnügen ergeben, Plut. Alc. 23.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτερπής: -ές, παρέχων τέρψιν, τερπνός, εὐχάριστος, χῶρος, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 413· ἃ καὶ λόγῳ… ἀκούειν οὐκ ἐπιτερπὲς Πλάτ. Φαῖδρ. 240D· ἰδεῖν Πλουτ. Ρωμ. 16· τῶν πεπραγμένων ἐπ. αἱ μνῆμαι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 4, 5. ― Ἐπίρρ. -πῶς, Πλουτ. Νουμ. 13. II. ὁ εἰς τέρψεις, ἡδονὰς ἀφωσιωμένος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 23.