ἀφοριστικός: Difference between revisions

From LSJ

τί γὰρ καλὸν ζῆν βίοτον, ὃς λύπας φέρει → for what good is there to live a life that brings pain

Source
(c2)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0414.png Seite 414]] zum Begränzen, Bezeichnen gehörig; trennend; in kurzen Sätzen, aphoristisch, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0414.png Seite 414]] zum Begränzen, Bezeichnen gehörig; trennend; in kurzen Sätzen, aphoristisch, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ἀφοριστικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς ὁρισμόν, [[ὅμοιος]] ἀφορισμῷ, ἐκ βραχειῶν καὶ περιληπτικῶν προτάσεων συνιστάμενος, Φωτ. Βιβλ. 3. - Ἐπίρρ. -κῶς, εὐκρινῶς καὶ συντόμως, Διον. Ἁλ. π. Ἰσαίου 7.
}}
}}

Revision as of 11:30, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφοριστικός Medium diacritics: ἀφοριστικός Low diacritics: αφοριστικός Capitals: ΑΦΟΡΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: aphoristikós Transliteration B: aphoristikos Transliteration C: aforistikos Beta Code: a)foristiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A delimiting, Simp.in Ph.541.4, al.; separative, Sch.Luc.Nav.1; aphoristic, διδασκαλία Gal.11.802. Adv. -κῶς ibid.; pithily, sententiously, D.H.Is.7.

German (Pape)

[Seite 414] zum Begränzen, Bezeichnen gehörig; trennend; in kurzen Sätzen, aphoristisch, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφοριστικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς ὁρισμόν, ὅμοιος ἀφορισμῷ, ἐκ βραχειῶν καὶ περιληπτικῶν προτάσεων συνιστάμενος, Φωτ. Βιβλ. 3. - Ἐπίρρ. -κῶς, εὐκρινῶς καὶ συντόμως, Διον. Ἁλ. π. Ἰσαίου 7.