ἀντανακλαστικός: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
(c1)
 
(6_10)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0243.png Seite 243]] sich zurückbeziehend, ἀντωνυμίαι, pron. reciproca, Gramm.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0243.png Seite 243]] sich zurückbeziehend, ἀντωνυμίαι, pron. reciproca, Gramm.
}}
{{ls
|lstext='''ἀντανακλαστικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ [[ἐπιτήδειος]] εἰς ἀντανάκλασιν, ἡ ἀν. [[ἀντωνυμία]], [[αὐτοπαθής]], Γραμμ.: - [[ὡσαύτως]] ἀντανάκλαστος, ον, Πρισκιαν.
}}
}}

Revision as of 11:30, 5 August 2017

German (Pape)

[Seite 243] sich zurückbeziehend, ἀντωνυμίαι, pron. reciproca, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντανακλαστικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος εἰς ἀντανάκλασιν, ἡ ἀν. ἀντωνυμία, αὐτοπαθής, Γραμμ.: - ὡσαύτως ἀντανάκλαστος, ον, Πρισκιαν.