προπεμπτικός: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(c1)
(6_11)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0739.png Seite 739]] ή, όν, begleitend, zur Begleitung gehörig, Schol. Ar. Equ. 496.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0739.png Seite 739]] ή, όν, begleitend, zur Begleitung gehörig, Schol. Ar. Equ. 496.
}}
{{ls
|lstext='''προπεμπτικός''': -ή, -όν, ὁ εἰς τὸ προπέμπειν ἀνήκων, «προπεμπτικὴ λαλιὰ [[λόγος]] ἐστὶ μετ’ εὐφημίας τινὸς προπέμπων τὸν ἀπιόντα» Ρήτορες (Walz) 9. 257, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 496. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 145.
}}
}}

Revision as of 11:31, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προπεμπτικός Medium diacritics: προπεμπτικός Low diacritics: προπεμπτικός Capitals: ΠΡΟΠΕΜΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: propemptikós Transliteration B: propemptikos Transliteration C: propemptikos Beta Code: propemptiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A accompanying, escorting, used in escorting, λαλιά Men.Rh.p.395 S.; λόγοι Him.Ecl.10.1; περίοδος Sch.Ar.Eq.496. Adv. -κῶς Iamb.VP28.145.

German (Pape)

[Seite 739] ή, όν, begleitend, zur Begleitung gehörig, Schol. Ar. Equ. 496.

Greek (Liddell-Scott)

προπεμπτικός: -ή, -όν, ὁ εἰς τὸ προπέμπειν ἀνήκων, «προπεμπτικὴ λαλιὰ λόγος ἐστὶ μετ’ εὐφημίας τινὸς προπέμπων τὸν ἀπιόντα» Ρήτορες (Walz) 9. 257, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 496. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 145.