ζωγρίας: Difference between revisions
From LSJ
(CSV import) |
(No difference)
|
Revision as of 22:01, 8 February 2013
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one taken alive, ζωγρίαν συλλαμβάνειν, ἑλεῖν τινα, Ctes.Fr.29.3,9, Zos.1.51; οὐ κατελίπομεν ζωγρίαν LXXDe.2.34; ζωγρίας ἐλήφθη D.S.25.10; ζωγρίας ἔλαβε δισχιλίους ibid.; ζωγρίαι ἑάλωσαν Memn.56.3.