ἀποβύω: Difference between revisions
From LSJ
(b) |
(6_13a) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0298.png Seite 298]] (s. βύω), gänzlich verstopfen, VLL. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0298.png Seite 298]] (s. βύω), gänzlich verstopfen, VLL. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀποβύω''': μέλλ. -ύσω [ῡ], ἀποφράττω, ἀποβύσαντες τὰ ὦτα ἡμῖν Κλήμ. Ἀλ. 73. 19: - μέσ. μέλλ. ([[μετὰ]] παθ. σημασ.), ἀποβύσεταί σοι... τὰ ῥήματα Ἀριστοφ. (Ἀοσπ. 1. Δινδ.) ἐκ διορθώσεως τοῦ Bgk (Κωμ. Ἀποσπ. 2. 1035): - Ἐπίθ. ἀπόβυστος, ον, κεκρυμμένος, [[κρυπτός]], οὐκ ἐν ἀποβύστῳ, οὐκ ἐν τῷ κρυπτῷ, Θεόδ. Στουδ. 251E. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:33, 5 August 2017
English (LSJ)
[ῡ],
A stop up, AB426.
German (Pape)
[Seite 298] (s. βύω), gänzlich verstopfen, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποβύω: μέλλ. -ύσω [ῡ], ἀποφράττω, ἀποβύσαντες τὰ ὦτα ἡμῖν Κλήμ. Ἀλ. 73. 19: - μέσ. μέλλ. (μετὰ παθ. σημασ.), ἀποβύσεταί σοι... τὰ ῥήματα Ἀριστοφ. (Ἀοσπ. 1. Δινδ.) ἐκ διορθώσεως τοῦ Bgk (Κωμ. Ἀποσπ. 2. 1035): - Ἐπίθ. ἀπόβυστος, ον, κεκρυμμένος, κρυπτός, οὐκ ἐν ἀποβύστῳ, οὐκ ἐν τῷ κρυπτῷ, Θεόδ. Στουδ. 251E.