παραθήγω: Difference between revisions
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
(13_4) |
(6_13a) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0479.png Seite 479]] (woran) wetzen, schärfen; Hermipp. bei Plut. Pericl. 33; πέτραι παραθηγόμεναι τῷ κλύσματι, Luc. Navig. 9; – übertr., wozu anreizen, ermuntern, ὁ τὰς ὀργὰς αὐτοῖς παραθήξας, D. Hal. 8, 57; a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0479.png Seite 479]] (woran) wetzen, schärfen; Hermipp. bei Plut. Pericl. 33; πέτραι παραθηγόμεναι τῷ κλύσματι, Luc. Navig. 9; – übertr., wozu anreizen, ermuntern, ὁ τὰς ὀργὰς αὐτοῖς παραθήξας, D. Hal. 8, 57; a. Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''παραθήγω''': μέλλ. -ξω, ἀκονῶ, [[ὀξύνω]], ἐγχειριδίου ... ἀκόνῃ ... παραθηγομένου Ἕρμιππ. ἐν «Μοίραις» 1. 2) μεταφορ., [[ἐξερεθίζω]], [[διεγείρω]], τὰς ὀργάς τινι Διον. Ἁλ. 8. 57· τὴν ψυχὴν μέλεσι π. παροομῶ, Πλούτ. 2. 1145F. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:33, 5 August 2017
English (LSJ)
A whet, sharpen upon, ἐγχειριδίου . . ἀκόνῃ . . παραθηγομένου Hermipp.46 (anap.). 2 metaph., exasperate, provoke, τὰς ὀργάς τινων (v.l. τισι) D.H.8.57; παρατέθηκται ἐξ ἐπιστολῆς Ph.2.575, cf. 543; τὴν ψυχὴν τοῖς καλλίστοις τῶν μελῶν π. incite, Plu.2.1145f.
German (Pape)
[Seite 479] (woran) wetzen, schärfen; Hermipp. bei Plut. Pericl. 33; πέτραι παραθηγόμεναι τῷ κλύσματι, Luc. Navig. 9; – übertr., wozu anreizen, ermuntern, ὁ τὰς ὀργὰς αὐτοῖς παραθήξας, D. Hal. 8, 57; a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παραθήγω: μέλλ. -ξω, ἀκονῶ, ὀξύνω, ἐγχειριδίου ... ἀκόνῃ ... παραθηγομένου Ἕρμιππ. ἐν «Μοίραις» 1. 2) μεταφορ., ἐξερεθίζω, διεγείρω, τὰς ὀργάς τινι Διον. Ἁλ. 8. 57· τὴν ψυχὴν μέλεσι π. παροομῶ, Πλούτ. 2. 1145F.