θέανδρος: Difference between revisions

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
(a)
 
(6_14)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1190.png Seite 1190]] ὁ, Gottmensch, K. S.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1190.png Seite 1190]] ὁ, Gottmensch, K. S.
}}
{{ls
|lstext='''θέανδρος''': ὁ, (ἀνὴρ) [[θεάνθρωπος]], θεὸς ἅμα καὶ [[ἄνθρωπος]] ὤν· - θεανδρία, ἡ, ἡ [[φύσις]] τοῦ θεάνδρου· - καὶ θεανδρικός, ή, όν, ἁρμόζων ἢ ἀνήκων εἰς θέανδρον, Ἐκκλ.
}}
}}

Revision as of 11:34, 5 August 2017

German (Pape)

[Seite 1190] ὁ, Gottmensch, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

θέανδρος: ὁ, (ἀνὴρ) θεάνθρωπος, θεὸς ἅμα καὶ ἄνθρωπος ὤν· - θεανδρία, ἡ, ἡ φύσις τοῦ θεάνδρου· - καὶ θεανδρικός, ή, όν, ἁρμόζων ἢ ἀνήκων εἰς θέανδρον, Ἐκκλ.