θεάνθρωπος
From LSJ
German (Pape)
[Seite 1190] ὁ, = θέανδρος, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
θεάνθρωπος: ὁ, θεανθρωπία, ἡ, = θέανδρος, -δρία, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ο (AM θεάνθρωπος)
(επίθ. του Ιησού) αυτός που συνδυάζει τη φύση θεού και ανθρώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θε- (βλ. θεο) + άνθρωπος (< άνθρωπος), πρβλ. υπεράνθρωπος, χιονάνθρωπος].