κυβόκυβος: Difference between revisions

From LSJ

ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self

Source
(b)
(6_15)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1523.png Seite 1523]] ὁ, = [[κυβεπίκυβος]], Diophant.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1523.png Seite 1523]] ὁ, = [[κυβεπίκυβος]], Diophant.
}}
{{ls
|lstext='''κυβόκυβος''': ὁ, τὸ γινόμενον δύο κυβικῶν ἀριθμῶν, Θεοφύλ. Βούλγ., κτλ.· ― [[ἐντεῦθεν]] κυβοκυβοστός, ή, όν, ἐσχηματισμένος ἐκ τοῦ πολλαπλασιασμοῦ δύο κυβικῶν ἀριθμῶν, Διοφάντ. Ἀριθμ. σ. 3.
}}
}}

Revision as of 11:35, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠβόκῠβος Medium diacritics: κυβόκυβος Low diacritics: κυβόκυβος Capitals: ΚΥΒΟΚΥΒΟΣ
Transliteration A: kybókybos Transliteration B: kybokybos Transliteration C: kyvokyvos Beta Code: kubo/kubos

English (LSJ)

ὁ,

   A cube multiplied by cube, i.e. sixth power, Hippol. Haer.1.2.10.    II sixth power of unknown quantity, x6, Dioph.1 Def.1, Sch.Iamb.in Nic.p.131 P.:—hence κῠβοκῠβοστόν (sc. μόριον), τό, fraction corresponding to κυβόκυβος, 1/x6, Dioph.1 Def.3.

German (Pape)

[Seite 1523] ὁ, = κυβεπίκυβος, Diophant.

Greek (Liddell-Scott)

κυβόκυβος: ὁ, τὸ γινόμενον δύο κυβικῶν ἀριθμῶν, Θεοφύλ. Βούλγ., κτλ.· ― ἐντεῦθεν κυβοκυβοστός, ή, όν, ἐσχηματισμένος ἐκ τοῦ πολλαπλασιασμοῦ δύο κυβικῶν ἀριθμῶν, Διοφάντ. Ἀριθμ. σ. 3.