λιπόθηλος: Difference between revisions
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
(8) |
(6_15) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=lipo/qhlos | |Beta Code=lipo/qhlos | ||
|Definition=ον, (θηλή) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">deprived of the breast</b>, of late-born pigs (μετάχοιρα), which the sows will not suckle, <span class="title">Gp.</span>19.6.8.</span> | |Definition=ον, (θηλή) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">deprived of the breast</b>, of late-born pigs (μετάχοιρα), which the sows will not suckle, <span class="title">Gp.</span>19.6.8.</span> | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''λῐπόθηλος''': -ον, (θηλὴ) ἐστερημένος τῆς θηλῆς, τοῦ μαστοῦ, ἐπὶ χοιριδίων γεννηθέντων κατὰ τὸν χειμῶνα, [[ἅπερ]] ἀπωθοῦσιν αἱ μητέρες αὐτῶν, [[διότι]] οἱ μαστοὶ αὐτῶν σπανίζουσι γάλακτος, Γεωπ. 19. 6. 8· πρβλ. [[μετάχοιρον]], [[λιπογάλακτος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:37, 5 August 2017
English (LSJ)
ον, (θηλή)
A deprived of the breast, of late-born pigs (μετάχοιρα), which the sows will not suckle, Gp.19.6.8.
Greek (Liddell-Scott)
λῐπόθηλος: -ον, (θηλὴ) ἐστερημένος τῆς θηλῆς, τοῦ μαστοῦ, ἐπὶ χοιριδίων γεννηθέντων κατὰ τὸν χειμῶνα, ἅπερ ἀπωθοῦσιν αἱ μητέρες αὐτῶν, διότι οἱ μαστοὶ αὐτῶν σπανίζουσι γάλακτος, Γεωπ. 19. 6. 8· πρβλ. μετάχοιρον, λιπογάλακτος.