φλιδάω: Difference between revisions
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
(13_5) |
(6_22) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1292.png Seite 1292]] von Feuchtigkeit überfließen, von Feuchtigkeit, Fett strotzen; φλιδόωντος ἀλοιφῇ Nic. Al. 569; davon weich, locker werden, aufschwellen u. zergehen, zerplatzen, καὶ ῥακοῦσθαι τοῖς δέρμασιν Plut. Symp. 2, 9; in Fäulniß übergehen, sich auflösen, σηπεδόσι φλιδόωσα Nic. Th. 363. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1292.png Seite 1292]] von Feuchtigkeit überfließen, von Feuchtigkeit, Fett strotzen; φλιδόωντος ἀλοιφῇ Nic. Al. 569; davon weich, locker werden, aufschwellen u. zergehen, zerplatzen, καὶ ῥακοῦσθαι τοῖς δέρμασιν Plut. Symp. 2, 9; in Fäulniß übergehen, sich auflösen, σηπεδόσι φλιδόωσα Nic. Th. 363. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''φλῐδάω''': ὡς τὸ [[φλυδάω]], σφριγῶ ἐκ πλησμονῆς λίπους, ὑγραίνομαι, μυδῶ, σαχλιάζω ἐκ τῆς ὑγρασίας, συὸς φλιδόωντος ἀλοιφῇ Νικ. Ἀλεξιφ. 569· σηπεδόσι φλιδόωσα, «ῥηγνυμένη» (Ἡσύχ.), ὁ αὐτ. ἐν Θηρ. 363, πρβλ. Πλούτ. 2. 642Ε· ― παρ’ Ἡσυχ. μνημονεύονται τύποι: «φλιδάνει· διαπίπτει, διαρρεῖ», «φλιδιόωντο· διεσπῶντο, ἐτέμνοντο» ― πρβλ. [[φλυδάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:39, 5 August 2017
English (LSJ)
A overflow with moisture, be ready to burst, συὸς φλιδόωντος ἀλοιφῇ Nic.Al.557; σηπεδόσι φλιδόωσα Id.Th.363; τοῖς δέρμασι φ. καὶ ῥακοῦσθαι Plu.2.642e.—Hsch. also has φλιδάνει· διαπίπτει, διαρρεῖ,
German (Pape)
[Seite 1292] von Feuchtigkeit überfließen, von Feuchtigkeit, Fett strotzen; φλιδόωντος ἀλοιφῇ Nic. Al. 569; davon weich, locker werden, aufschwellen u. zergehen, zerplatzen, καὶ ῥακοῦσθαι τοῖς δέρμασιν Plut. Symp. 2, 9; in Fäulniß übergehen, sich auflösen, σηπεδόσι φλιδόωσα Nic. Th. 363.
Greek (Liddell-Scott)
φλῐδάω: ὡς τὸ φλυδάω, σφριγῶ ἐκ πλησμονῆς λίπους, ὑγραίνομαι, μυδῶ, σαχλιάζω ἐκ τῆς ὑγρασίας, συὸς φλιδόωντος ἀλοιφῇ Νικ. Ἀλεξιφ. 569· σηπεδόσι φλιδόωσα, «ῥηγνυμένη» (Ἡσύχ.), ὁ αὐτ. ἐν Θηρ. 363, πρβλ. Πλούτ. 2. 642Ε· ― παρ’ Ἡσυχ. μνημονεύονται τύποι: «φλιδάνει· διαπίπτει, διαρρεῖ», «φλιδιόωντο· διεσπῶντο, ἐτέμνοντο» ― πρβλ. φλυδάω.