μετριόφρων: Difference between revisions
From LSJ
(6_19) |
(No difference)
|
Revision as of 11:41, 5 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
μετριόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μετριοφροσύνην, Γρηγ. Νύσσ. 1, 250D, Κ. Μανασσ. Χρον. 6100. - Ἐπίρρ. μετριοφρόνως, Θεοφύλ. Βουλγ. τ. 1, σ. 436.