προσκολλάω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
(13_4)
(6_22)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0770.png Seite 770]] daran leimen, ühh. daran befestigen, pass. daran fest sein, daran kleben, διαδεδεμένην ἐν τῷ σώματι καὶ προσκεκολλημένην, Plat. Phaed. 82 c, vgl. Legg. V, 728 b; übertr., daran hangen, Einem fest anhangen, ihm treu ergeben sein, N. T.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0770.png Seite 770]] daran leimen, ühh. daran befestigen, pass. daran fest sein, daran kleben, διαδεδεμένην ἐν τῷ σώματι καὶ προσκεκολλημένην, Plat. Phaed. 82 c, vgl. Legg. V, 728 b; übertr., daran hangen, Einem fest anhangen, ihm treu ergeben sein, N. T.
}}
{{ls
|lstext='''προσκολλάω''': ὡς καὶ νῦν, κολλῶ τι ἐπί τινος ἢ εἴς τι, τι [[πρός]] τι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799· τὸ [[ξύλον]] τὸ (γ)ογγύλον (ἀποπε)ράναι καὶ προσκολλῆσαι Ραγκαβῆ Ἑλλην. Ἀρχ. σ. 88. ― Παθ., [[καθόλου]], κολλῶμαι, προσκολλῶμαι εἴς τι, [[ἐμμένω]] ἔν τινι, Πλάτ. Φαίδων 82Ε, Νόμ. 728Β· ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, πρ. τῇ γυναικὶ Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιθ΄, 5· πρὸς τὴν γ. Ἑβδ. (Γεν. Β΄, 24), Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ι΄, 7, Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. ε΄, 31· ἴδε [[προσκλίνω]] ΙΓ. 2. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐπὶ συμπαγοῦς ὕφους, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 43.
}}
}}

Revision as of 11:44, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκολλάω Medium diacritics: προσκολλάω Low diacritics: προσκολλάω Capitals: ΠΡΟΣΚΟΛΛΑΩ
Transliteration A: proskolláō Transliteration B: proskollaō Transliteration C: proskollao Beta Code: proskolla/w

English (LSJ)

   A glue on or to, τι πρός τι Hp.Art.33:—Pass., generally, to be stuck to, stick or cleave to, Pl.Phd.82e, Lg.728b; ὑπὸ τοῦ αἵματος προσκολληθῆναι τὴν ῥομφαίαν αὐτοῦ τῇ δεξιᾷ J.AJ7.12.4; of a snail, τοῖς θαμνίσκοις π. Dsc.2.9; of a husband, π. τῇ γυναικί Ev.Matt.19.5, cf. LXX Ge.2.24, Ev.Marc.10.7, Ep.Eph.5.31; τοῖς ἐπαοιδοῖς LXX Le.19.31; ψυχαὶ π. θεῷ Ph.Fr.51 H.    II intr. of style, to be compact, D.H.Dem.43.

German (Pape)

[Seite 770] daran leimen, ühh. daran befestigen, pass. daran fest sein, daran kleben, διαδεδεμένην ἐν τῷ σώματι καὶ προσκεκολλημένην, Plat. Phaed. 82 c, vgl. Legg. V, 728 b; übertr., daran hangen, Einem fest anhangen, ihm treu ergeben sein, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

προσκολλάω: ὡς καὶ νῦν, κολλῶ τι ἐπί τινος ἢ εἴς τι, τι πρός τι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799· τὸ ξύλον τὸ (γ)ογγύλον (ἀποπε)ράναι καὶ προσκολλῆσαι Ραγκαβῆ Ἑλλην. Ἀρχ. σ. 88. ― Παθ., καθόλου, κολλῶμαι, προσκολλῶμαι εἴς τι, ἐμμένω ἔν τινι, Πλάτ. Φαίδων 82Ε, Νόμ. 728Β· ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, πρ. τῇ γυναικὶ Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιθ΄, 5· πρὸς τὴν γ. Ἑβδ. (Γεν. Β΄, 24), Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ι΄, 7, Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. ε΄, 31· ἴδε προσκλίνω ΙΓ. 2. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐπὶ συμπαγοῦς ὕφους, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 43.