οἰκουργός: Difference between revisions

From LSJ

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰκουργός''': ὁ, ([[οἶκος]], [[ἔργον]]) ὁ ἐργαζόμενος ἐν τῷ οἴκῳ, ὁ φροντίζων περὶ τοῦ οἴκου, διάφ. γραφ. ἀντὶ [[οἰκουρός]]. Ἐπιστ. π. Τίτ. β΄, 5.
|lstext='''οἰκουργός''': ὁ, ([[οἶκος]], [[ἔργον]]) ὁ ἐργαζόμενος ἐν τῷ οἴκῳ, ὁ φροντίζων περὶ τοῦ οἴκου, διάφ. γραφ. ἀντὶ [[οἰκουρός]]. Ἐπιστ. π. Τίτ. β΄, 5.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui travaille à la maison.<br />'''Étymologie:''' [[οἶκος]], [[ἔργον]].
}}
}}

Revision as of 19:20, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκουργός Medium diacritics: οἰκουργός Low diacritics: οικουργός Capitals: ΟΙΚΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: oikourgós Transliteration B: oikourgos Transliteration C: oikourgos Beta Code: oi)kourgo/s

English (LSJ)

όν, (οἶκος, ἔργον)

   A working at home, Ep.Tit.2.5 (v.l. οἰκουρούς); οἰκουργὸν καὶ καθέδριον διάγειν βίον Sor.1.27 (but cf. οἰκουροκαθέδριος).

Greek (Liddell-Scott)

οἰκουργός: ὁ, (οἶκος, ἔργον) ὁ ἐργαζόμενος ἐν τῷ οἴκῳ, ὁ φροντίζων περὶ τοῦ οἴκου, διάφ. γραφ. ἀντὶ οἰκουρός. Ἐπιστ. π. Τίτ. β΄, 5.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui travaille à la maison.
Étymologie: οἶκος, ἔργον.