λογχόω: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
(6_2)
 
(Bailly1_3)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''λογχόω''': [[ἐπιτίθημι]] λόγχην εἰς τὸ [[δόρυ]], ἐν τῷ παθ., ἀποκτῶ λόγχην, αἰχμήν, λελογχωμένον [[δόρυ]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 1, 17.
|lstext='''λογχόω''': [[ἐπιτίθημι]] λόγχην εἰς τὸ [[δόρυ]], ἐν τῷ παθ., ἀποκτῶ λόγχην, αἰχμήν, λελογχωμένον [[δόρυ]] Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 1, 17.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />armer d’un fer de lance.<br />'''Étymologie:''' [[λόγχη]].
}}
}}

Revision as of 19:21, 9 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

λογχόω: ἐπιτίθημι λόγχην εἰς τὸ δόρυ, ἐν τῷ παθ., ἀποκτῶ λόγχην, αἰχμήν, λελογχωμένον δόρυ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 1, 17.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
armer d’un fer de lance.
Étymologie: λόγχη.