εὐμίμητος: Difference between revisions

From LSJ

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source
(6_12)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐμίμητος''': ῑ, ον, ὃν εὐκόλως δύναται νὰ μιμηθῇ τις, Πλάτ. Πολ. 605Α.
|lstext='''εὐμίμητος''': ῑ, ον, ὃν εὐκόλως δύναται νὰ μιμηθῇ τις, Πλάτ. Πολ. 605Α.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />facile à imiter.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μιμέομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:27, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐμίμητος Medium diacritics: εὐμίμητος Low diacritics: ευμίμητος Capitals: ΕΥΜΙΜΗΤΟΣ
Transliteration A: eumímētos Transliteration B: eumimētos Transliteration C: evmimitos Beta Code: eu)mi/mhtos

English (LSJ)

[ῑ], ον,

   A easily imitated, Pl.R.605a.

Greek (Liddell-Scott)

εὐμίμητος: ῑ, ον, ὃν εὐκόλως δύναται νὰ μιμηθῇ τις, Πλάτ. Πολ. 605Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à imiter.
Étymologie: εὖ, μιμέομαι.