ὑδρηχόος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(6_16)
(Bailly1_5)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑδρηχόος''': -ον, = [[ὑδροχόος]]. [[πῶμα]] Εὐρ. Ἀποσπ. 884· - ὁ [[ὑδρηχόος]], ὁ ἀστερισμὸς τοῦ Ὑδροχόου ἐν τῷ Ζωδιακῷ κύκλῳ, Πλούτ. 2. 908C.
|lstext='''ὑδρηχόος''': -ον, = [[ὑδροχόος]]. [[πῶμα]] Εὐρ. Ἀποσπ. 884· - ὁ [[ὑδρηχόος]], ὁ ἀστερισμὸς τοῦ Ὑδροχόου ἐν τῷ Ζωδιακῷ κύκλῳ, Πλούτ. 2. 908C.
}}
{{bailly
|btext=όος, όον;<br /><i>c.</i> [[ὑδροχόος]].
}}
}}

Revision as of 19:35, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 1173] ον, = ὑδροχόος, πῶμα, Eur. bei Ath. IV, 158 e.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδρηχόος: -ον, = ὑδροχόος. πῶμα Εὐρ. Ἀποσπ. 884· - ὁ ὑδρηχόος, ὁ ἀστερισμὸς τοῦ Ὑδροχόου ἐν τῷ Ζωδιακῷ κύκλῳ, Πλούτ. 2. 908C.

French (Bailly abrégé)

όος, όον;
c. ὑδροχόος.