ἀλινδέω: Difference between revisions
(6_9) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλινδέω''': ἢ ἀλίνδω [ᾰ], (ὁ ἐνεστ. εὕρηται μόνο ἐν τῷ παθ.): ὁ ἀόρ. ἤλῑσα καὶ πρκμ. ἤλῑκα εὕρηνται μόνο ἐν συνθέτοις [[μετὰ]] τῆς προ. ἐξ: (ὁ σχηματισμὸς τῶν χρόνων τούτων [[μετὰ]] ῑ ἀκριβῶς ὁμοιάζει πρὸς τὸν τύπον ἐκύλῑσα ἐκ τοῦ [[κυλινδέω]] ἢ [[κυλίνδω]]): - [[κυλίω]]. ΙΙ. παθητ., ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κατὰ μετοχ., κυλιόμενος ἐν τῇ κόνει ὡς ὁ [[ἵππος]] (πρβλ. [[ἀλινδήθρα]]), ἀλινδούμενος, Πλούτ. 2. 396Ε· ἀλινδόμενοι ψαμάθοισι, Νικ. Θ. 156· ἀλινδηθείς, [[αὐτόθι]] 204· ἠλινδημένος, κυλισθείς, Δείναρχ. παρὰ Σουΐδ. 2) [[καθόλου]], παριπλανῶμαι, περιφέρομαι, [[ἄλλην]] ἐξ ἄλλης εἰς χθόν’ ἀλινδόμενος, Ἀνθ. Π. 7.736· οἳ περὶ τὴν Ἀκαδήμειαν ἀλινδοῦνται, Ἀλκίφρ. 3.14· πρβλ. 31· ἠλινδημένος ἐν αὐλαῖς σατραπικαῖς, κεκυλισμένος ἐν... κτλ. Πλουτ. Ἆγις 6. | |lstext='''ἀλινδέω''': ἢ ἀλίνδω [ᾰ], (ὁ ἐνεστ. εὕρηται μόνο ἐν τῷ παθ.): ὁ ἀόρ. ἤλῑσα καὶ πρκμ. ἤλῑκα εὕρηνται μόνο ἐν συνθέτοις [[μετὰ]] τῆς προ. ἐξ: (ὁ σχηματισμὸς τῶν χρόνων τούτων [[μετὰ]] ῑ ἀκριβῶς ὁμοιάζει πρὸς τὸν τύπον ἐκύλῑσα ἐκ τοῦ [[κυλινδέω]] ἢ [[κυλίνδω]]): - [[κυλίω]]. ΙΙ. παθητ., ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κατὰ μετοχ., κυλιόμενος ἐν τῇ κόνει ὡς ὁ [[ἵππος]] (πρβλ. [[ἀλινδήθρα]]), ἀλινδούμενος, Πλούτ. 2. 396Ε· ἀλινδόμενοι ψαμάθοισι, Νικ. Θ. 156· ἀλινδηθείς, [[αὐτόθι]] 204· ἠλινδημένος, κυλισθείς, Δείναρχ. παρὰ Σουΐδ. 2) [[καθόλου]], παριπλανῶμαι, περιφέρομαι, [[ἄλλην]] ἐξ ἄλλης εἰς χθόν’ ἀλινδόμενος, Ἀνθ. Π. 7.736· οἳ περὶ τὴν Ἀκαδήμειαν ἀλινδοῦνται, Ἀλκίφρ. 3.14· πρβλ. 31· ἠλινδημένος ἐν αὐλαῖς σατραπικαῖς, κεκυλισμένος ἐν... κτλ. Πλουτ. Ἆγις 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />faire rouler.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[εἰλέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 9 August 2017
English (LSJ)
later ἀλίνδω [ᾰ], (pres. only in Pass.): aor. ἤλῑσα (ἐξ-) Ar.Nu.32, and pf. ἤλῑκα (ἐξ-) ib.33 (the simple forms only in Hsch., Suid.):—
A make to roll. II Pass., mostly in part., rolling in the dust, like a horse, ἀλινδούμενος Plu.2.396e; ἀλινδόμενοι ψαμάθοισι Nic.Th.156; ἀλινδηθείς ib.204; ἠλινδημένος rolled over, overturned, Din.Fr.10; to be twirled, Call.Iamb.1.113. 2 generally, roam about, ἄλλην ἐξ ἄλλης εἰς χθόν' ἀλινδόμενος AP7.736 (Leon.); ἠλινδημένος ἐν αὐλαῖς σατραπικαῖς having grovelled, Plu.Agis3; frequent, περὶ τήν Ἀκαδημίαν ἀ. Alciphr.3.14; of money-lenders, οἱ περὶ τὰς ψήφους -ούμενοι ib.1.26. 3 sens. obsc., μετά τινος Herod.5.30.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλινδέω: ἢ ἀλίνδω [ᾰ], (ὁ ἐνεστ. εὕρηται μόνο ἐν τῷ παθ.): ὁ ἀόρ. ἤλῑσα καὶ πρκμ. ἤλῑκα εὕρηνται μόνο ἐν συνθέτοις μετὰ τῆς προ. ἐξ: (ὁ σχηματισμὸς τῶν χρόνων τούτων μετὰ ῑ ἀκριβῶς ὁμοιάζει πρὸς τὸν τύπον ἐκύλῑσα ἐκ τοῦ κυλινδέω ἢ κυλίνδω): - κυλίω. ΙΙ. παθητ., ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κατὰ μετοχ., κυλιόμενος ἐν τῇ κόνει ὡς ὁ ἵππος (πρβλ. ἀλινδήθρα), ἀλινδούμενος, Πλούτ. 2. 396Ε· ἀλινδόμενοι ψαμάθοισι, Νικ. Θ. 156· ἀλινδηθείς, αὐτόθι 204· ἠλινδημένος, κυλισθείς, Δείναρχ. παρὰ Σουΐδ. 2) καθόλου, παριπλανῶμαι, περιφέρομαι, ἄλλην ἐξ ἄλλης εἰς χθόν’ ἀλινδόμενος, Ἀνθ. Π. 7.736· οἳ περὶ τὴν Ἀκαδήμειαν ἀλινδοῦνται, Ἀλκίφρ. 3.14· πρβλ. 31· ἠλινδημένος ἐν αὐλαῖς σατραπικαῖς, κεκυλισμένος ἐν... κτλ. Πλουτ. Ἆγις 6.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
faire rouler.
Étymologie: DELG cf. εἰλέω.