3,277,121
edits
(6_5) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξορκόω''': ἀρχαιότερος [[τύπος]] τοῦ [[ἐξορκίζω]] (ἴδε Λοβέκκ. ἐν Φρυν. 360 κἑξ.): - βάλλω τινὰ νὰ ὁρκισθῇ μετ’ αἰτ. προσ. ἢ ἀπολ., ἐξορκούντων οἱ πρυτάνεις Συνθήκη παρὰ Θουκ. 5. 47, πρβλ. Δημ. 535. 24, ᾿Επιγρ. ’Αττ. ἐν τῇ Συλλ. ᾿Επιγρ. 88· [[συχνάκις]] ἑπομένου ἦ μὴν (᾿Ιων. ἦ μέν), μετ’ ἀπαρ. μέλλ., ὡς ἐν Ἡροδ. 3. 133., 4. 154· μετ’ αἰτ. προσ. καὶ πράγμ., [[κάμνω]] τινὰ νὰ ὁρκισθῇ εἴς τι, ἐξ. τινὰ τὸ Στυγὸς [[ὕδωρ]] ὁ αὐτὸς 6. 74. | |lstext='''ἐξορκόω''': ἀρχαιότερος [[τύπος]] τοῦ [[ἐξορκίζω]] (ἴδε Λοβέκκ. ἐν Φρυν. 360 κἑξ.): - βάλλω τινὰ νὰ ὁρκισθῇ μετ’ αἰτ. προσ. ἢ ἀπολ., ἐξορκούντων οἱ πρυτάνεις Συνθήκη παρὰ Θουκ. 5. 47, πρβλ. Δημ. 535. 24, ᾿Επιγρ. ’Αττ. ἐν τῇ Συλλ. ᾿Επιγρ. 88· [[συχνάκις]] ἑπομένου ἦ μὴν (᾿Ιων. ἦ μέν), μετ’ ἀπαρ. μέλλ., ὡς ἐν Ἡροδ. 3. 133., 4. 154· μετ’ αἰτ. προσ. καὶ πράγμ., [[κάμνω]] τινὰ νὰ ὁρκισθῇ εἴς τι, ἐξ. τινὰ τὸ Στυγὸς [[ὕδωρ]] ὁ αὐτὸς 6. 74. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />faire prêter serment ; [[ἐξ]]. τινα avec l’inf. fut. faire jurer que ; [[ἐξ]]. τινα τὸ Στυγὸς [[ὕδωρ]] HDT faire jurer qqn par l’eau du Styx.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὁρκόω]]. | |||
}} | }} |