Anonymous

ἐξορκόω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξορκόω''': ἀρχαιότερος [[τύπος]] τοῦ [[ἐξορκίζω]] (ἴδε Λοβέκκ. ἐν Φρυν. 360 κἑξ.): - βάλλω τινὰ νὰ ὁρκισθῇ μετ’ αἰτ. προσ. ἢ ἀπολ., ἐξορκούντων οἱ πρυτάνεις Συνθήκη παρὰ Θουκ. 5. 47, πρβλ. Δημ. 535. 24, ᾿Επιγρ. ’Αττ. ἐν τῇ Συλλ. ᾿Επιγρ. 88· [[συχνάκις]] ἑπομένου ἦ μὴν (᾿Ιων. ἦ μέν), μετ’ ἀπαρ. μέλλ., ὡς ἐν Ἡροδ. 3. 133., 4. 154· μετ’ αἰτ. προσ. καὶ πράγμ., [[κάμνω]] τινὰ νὰ ὁρκισθῇ εἴς τι, ἐξ. τινὰ τὸ Στυγὸς [[ὕδωρ]] ὁ αὐτὸς 6. 74.
|lstext='''ἐξορκόω''': ἀρχαιότερος [[τύπος]] τοῦ [[ἐξορκίζω]] (ἴδε Λοβέκκ. ἐν Φρυν. 360 κἑξ.): - βάλλω τινὰ νὰ ὁρκισθῇ μετ’ αἰτ. προσ. ἢ ἀπολ., ἐξορκούντων οἱ πρυτάνεις Συνθήκη παρὰ Θουκ. 5. 47, πρβλ. Δημ. 535. 24, ᾿Επιγρ. ’Αττ. ἐν τῇ Συλλ. ᾿Επιγρ. 88· [[συχνάκις]] ἑπομένου ἦ μὴν (᾿Ιων. ἦ μέν), μετ’ ἀπαρ. μέλλ., ὡς ἐν Ἡροδ. 3. 133., 4. 154· μετ’ αἰτ. προσ. καὶ πράγμ., [[κάμνω]] τινὰ νὰ ὁρκισθῇ εἴς τι, ἐξ. τινὰ τὸ Στυγὸς [[ὕδωρ]] ὁ αὐτὸς 6. 74.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />faire prêter serment ; [[ἐξ]]. τινα avec l’inf. fut. faire jurer que ; [[ἐξ]]. τινα τὸ Στυγὸς [[ὕδωρ]] HDT faire jurer qqn par l’eau du Styx.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὁρκόω]].
}}
}}