Anonymous

ἐξορκόω: Difference between revisions

From LSJ
4
(Bailly1_2)
(4)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />faire prêter serment ; [[ἐξ]]. τινα avec l’inf. fut. faire jurer que ; [[ἐξ]]. τινα τὸ Στυγὸς [[ὕδωρ]] HDT faire jurer qqn par l’eau du Styx.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὁρκόω]].
|btext=-ῶ :<br />faire prêter serment ; [[ἐξ]]. τινα avec l’inf. fut. faire jurer que ; [[ἐξ]]. τινα τὸ Στυγὸς [[ὕδωρ]] HDT faire jurer qqn par l’eau du Styx.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὁρκόω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐξορκόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[ορκίζω]] κάποιον, [[επιβάλλω]] σε κάποιον να δώσει όρκο, με αιτ. προσ., ή απόλ., <i>ἐξορκούντων οἱ πρυτάνεις</i>, [[παρά]] Θουκ., Δημ.· ακολουθ. από ἦ [[μήν]] (Ιων. ἦ [[μέν]]) με απαρ. μέλ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· με αιτ. πράγμ., κάνω κάποιον να ορκιστεί σε [[κάτι]], στον ίδ.
}}
}}