ἐξορκόω

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξορκόω Medium diacritics: ἐξορκόω Low diacritics: εξορκόω Capitals: ΕΞΟΡΚΟΩ
Transliteration A: exorkóō Transliteration B: exorkoō Transliteration C: eksorkoo Beta Code: e)corko/w

English (LSJ)

earlier form of ἐξορκίζω, administer an oath to one, c. acc. pers., or abs., ἐξορκούντων οἱ πρυτάνεις Foed. ap. Th.5.47, cf. D.21.65, IG22.1174.15: c. fut. inf., ib.2.841b35: followed by ἦ μήν (Ion. ἦ μέν) Hdt.3.133,4.154: later, c. pres. inf., J.AJ9.7.4: c. acc. pers. et rei, make one swear by, ἐ. τινὰ τὸ Στυγὸς ὕσωρ Hdt.6.74.

German (Pape)

[Seite 887] schwören lassen, vereidigen, die üblichere Form für ἐξορκίζω, τινά, Her. 3, 133. 4, 154; ὀμνύντων ἡ βουλὴ καὶ αἱ ἀρχαί· ἐξορκούντων δὲ οἱ πρυτάνεις Thuc. 5, 47; Dem. 59, 78 u. A.; τὸ Στυγὸς ὕδωρ, bei der Styr, Her. 6, 74.

French (Bailly abrégé)

ἐξορκῶ :
faire prêter serment ; ἐξ. τινα avec l'inf. fut. faire jurer que ; ἐξ. τινα τὸ Στυγὸς ὕδωρ HDT faire jurer qqn par l'eau du Styx.
Étymologie: ἐξ, ὁρκόω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξορκόω: обязывать клятвой, заставлять (по)клясться (τινα Her., Dem., Plut.): Ἀθήνησιν ἐξορκούντων οἱ πρυτάνεις Thuc. в Афинах пусть пританеи приводят к присяге (членов совета и городские власти); ἐ. τινα τὸ Στυγὸς ὕδωρ Her. заставить кого-л. поклясться водой Стикса.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξορκόω: ἀρχαιότερος τύπος τοῦ ἐξορκίζω (ἴδε Λοβέκκ. ἐν Φρυν. 360 κἑξ.): - βάλλω τινὰ νὰ ὁρκισθῇ μετ’ αἰτ. προσ. ἢ ἀπολ., ἐξορκούντων οἱ πρυτάνεις Συνθήκη παρὰ Θουκ. 5. 47, πρβλ. Δημ. 535. 24, ᾿Επιγρ. ’Αττ. ἐν τῇ Συλλ. ᾿Επιγρ. 88· συχνάκις ἑπομένου ἦ μὴν (᾿Ιων. ἦ μέν), μετ’ ἀπαρ. μέλλ., ὡς ἐν Ἡροδ. 3. 133., 4. 154· μετ’ αἰτ. προσ. καὶ πράγμ., κάμνω τινὰ νὰ ὁρκισθῇ εἴς τι, ἐξ. τινὰ τὸ Στυγὸς ὕδωρ ὁ αὐτὸς 6. 74.

Greek Monotonic

ἐξορκόω: μέλ. -ώσω, ορκίζω κάποιον, επιβάλλω σε κάποιον να δώσει όρκο, με αιτ. προσ., ή απόλ., ἐξορκούντων οἱ πρυτάνεις, παρά Θουκ., Δημ.· ακολουθ. από ἦ μήν (Ιων. ἦ μέν) με απαρ. μέλ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· με αιτ. πράγμ., κάνω κάποιον να ορκιστεί σε κάτι, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. ώσω
to swear a person, administer an oath to one, c. acc. pers., or absol., ἐξορκούντων οἱ πρυτάνεις Foed. ap. Thuc., Dem.; followed by ἦ μήν (ionic ἦ μέν) c. inf. fut., Hdt., etc.: c. acc. rei, to make one swear by a thing, Hdt.

Lexicon Thucydideum

iusiurandum accipere, to administer an oath, 5.47.9,
Ibid. ter. in the same place a third time