ὑποτελής: Difference between revisions
Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst
(6_7) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποτελής''': -ές, γεν. έος· ([[τέλος]] V)· ὁ ὑποκείμενος εἰς πληρωμὴν φόρου, πληρώνων φόρον εἴς τινα, Λατ. vectigalis, tributarius, Θουκ. 2. 9., 5. 111· πλῆρες: ὑποτελὴς φόρου ὁ αὐτ. 1. 19, 56, 66., 7. 57· ὑποτ. φόρων ἢ φόροις Πλουτ. Ἀρτοξ. 21, Πύρρ. 23· - ὑπ. τινί, πληρώνων φόρον εἰς..., Συνέσ. 180Α. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ λαμβάνων μισθόν, [[μετὰ]] γεν., ὑποτελεῖς μισθοῦ Λουκ. περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 36. -Πρβλ. τὸ ἑπόμ. | |lstext='''ὑποτελής''': -ές, γεν. έος· ([[τέλος]] V)· ὁ ὑποκείμενος εἰς πληρωμὴν φόρου, πληρώνων φόρον εἴς τινα, Λατ. vectigalis, tributarius, Θουκ. 2. 9., 5. 111· πλῆρες: ὑποτελὴς φόρου ὁ αὐτ. 1. 19, 56, 66., 7. 57· ὑποτ. φόρων ἢ φόροις Πλουτ. Ἀρτοξ. 21, Πύρρ. 23· - ὑπ. τινί, πληρώνων φόρον εἰς..., Συνέσ. 180Α. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ λαμβάνων μισθόν, [[μετὰ]] γεν., ὑποτελεῖς μισθοῦ Λουκ. περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 36. -Πρβλ. τὸ ἑπόμ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές,<br />soumis à une taxe, <i>d’où</i> :<br /><b> 1</b>. soumis à un tribut, tributaire, <i>abs</i>. THC. 2.9, 5.11; PLUT. <i>Cim.</i> 11, <i>Cam.</i> 2; APP. <i>Mithr.</i> 118; <i>ou avec un rég.</i> : φόρου THC. 4.19, 56, 66, etc.; DH 4.52 ; <i>rar.</i> φόρων PLUT. <i>Artax</i>. 21 ; <i>ou</i> φόροις PLUT. <i>Pyrrh.</i> 28, redevable d’un tribut ou de tributs : τινος Sch. AR. Eq. 262, ou τινι SYN. 180a, envers qqn;<br /><b> 2</b>. taxé : μισθοῦ LUC. <i>M.cond.</i> 36, pour un salaire, <i>càd</i> salarié, mercenaire.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[τέλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:37, 9 August 2017
English (LSJ)
ές, (
A τέλος 1.8) subject to taxes, tributary, Th.2.9, 5.111; in full, ὑποτελὴς φόρου Id.1.10, 56,66, 7.57; ὑ. φόρων or φόροις (φόρου Schaefer) Plu.Art.21, Pyrrh. 23; of persons employed in government monopolies (exact sense uncertain), τοὺς ὑποτελεῖς τῇ τε ἰχθυηρᾷ κτλ. UPZ110.97 (ii B. C.), cf. PTeb.5.210, 40.24, al. (ii B. C.); τὰ ὑποτελῆ γενήματα PRev.Laws28.18 (iii B. C.), cf. 33.14, etc. II Act., receiving payment, c. gen., μισθοῦ Luc.Merc.Cond.36.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτελής: -ές, γεν. έος· (τέλος V)· ὁ ὑποκείμενος εἰς πληρωμὴν φόρου, πληρώνων φόρον εἴς τινα, Λατ. vectigalis, tributarius, Θουκ. 2. 9., 5. 111· πλῆρες: ὑποτελὴς φόρου ὁ αὐτ. 1. 19, 56, 66., 7. 57· ὑποτ. φόρων ἢ φόροις Πλουτ. Ἀρτοξ. 21, Πύρρ. 23· - ὑπ. τινί, πληρώνων φόρον εἰς..., Συνέσ. 180Α. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ λαμβάνων μισθόν, μετὰ γεν., ὑποτελεῖς μισθοῦ Λουκ. περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 36. -Πρβλ. τὸ ἑπόμ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές,
soumis à une taxe, d’où :
1. soumis à un tribut, tributaire, abs. THC. 2.9, 5.11; PLUT. Cim. 11, Cam. 2; APP. Mithr. 118; ou avec un rég. : φόρου THC. 4.19, 56, 66, etc.; DH 4.52 ; rar. φόρων PLUT. Artax. 21 ; ou φόροις PLUT. Pyrrh. 28, redevable d’un tribut ou de tributs : τινος Sch. AR. Eq. 262, ou τινι SYN. 180a, envers qqn;
2. taxé : μισθοῦ LUC. M.cond. 36, pour un salaire, càd salarié, mercenaire.
Étymologie: ὑπό, τέλος.