στήῃς: Difference between revisions

From LSJ

ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness

Source
(6_20)
 
(Bailly1_4)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''στήῃς''': στήῃ, Ἐπικ. β΄ καὶ γ΄ ἑνικ. ὑποτακτ. ἀορίστ. β΄ τοῦ [[ἵστημι]].
|lstext='''στήῃς''': στήῃ, Ἐπικ. β΄ καὶ γ΄ ἑνικ. ὑποτακτ. ἀορίστ. β΄ τοῦ [[ἵστημι]].
}}
{{bailly
|btext=<i>épq. c.</i> [[στῇς]], <i>2ᵉ sg. sbj. ao.2 de</i> [[ἵστημι]].
}}
}}

Revision as of 19:38, 9 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

στήῃς: στήῃ, Ἐπικ. β΄ καὶ γ΄ ἑνικ. ὑποτακτ. ἀορίστ. β΄ τοῦ ἵστημι.

French (Bailly abrégé)

épq. c. στῇς, 2ᵉ sg. sbj. ao.2 de ἵστημι.