συνεπιμαρτυρέω: Difference between revisions
From LSJ
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
(6_5) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνεπιμαρτῠρέω''': ἀπὸ κοινοῦ ἐπιμαρτυρῶ, συνεπιμαρτυρεῖ ὁ [[βίος]] [[ἅπας]] Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 31· τινι, μετά τινος, Πολύβ. 26. 9, 4, Ἀθήν. 595Ε, κτλ. ΙΙ. ἀπὸ κοινοῦ συνιστῶ, [[φέρω]] καλὴν μαρτυρίαν [[περί]] τινος, Πλούτ. 2. 486C, 539D, κτλ. | |lstext='''συνεπιμαρτῠρέω''': ἀπὸ κοινοῦ ἐπιμαρτυρῶ, συνεπιμαρτυρεῖ ὁ [[βίος]] [[ἅπας]] Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 31· τινι, μετά τινος, Πολύβ. 26. 9, 4, Ἀθήν. 595Ε, κτλ. ΙΙ. ἀπὸ κοινοῦ συνιστῶ, [[φέρω]] καλὴν μαρτυρίαν [[περί]] τινος, Πλούτ. 2. 486C, 539D, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />donner un témoignage favorable à, approuver, recommander.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπιμαρτυρέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:38, 9 August 2017
English (LSJ)
A join in attesting, Arist.Mu.400a15, Thphr.CP6.16.6, Ep.Hebr.2.4; τινι with one, Plb.25.6.4, Aristeas191, Plu.2.542c, Gal.15.583, Ath.13.595e; add one's evidence, Plu.2.486c,539d. II Astrol., to be also configurate, of planets, Nech. ap. Vett.Val.279.3, Cat.Cod.Astr.2.187.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπιμαρτῠρέω: ἀπὸ κοινοῦ ἐπιμαρτυρῶ, συνεπιμαρτυρεῖ ὁ βίος ἅπας Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 31· τινι, μετά τινος, Πολύβ. 26. 9, 4, Ἀθήν. 595Ε, κτλ. ΙΙ. ἀπὸ κοινοῦ συνιστῶ, φέρω καλὴν μαρτυρίαν περί τινος, Πλούτ. 2. 486C, 539D, κτλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
donner un témoignage favorable à, approuver, recommander.
Étymologie: σύν, ἐπιμαρτυρέω.