αἰείμνηστος: Difference between revisions

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
(6_16)
 
(Bailly1_1)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''αἰείμνηστος''': -ον, = [[ἀείμνηστος]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 760· ἀλλ’ ἐν ταῖς νεωτ. ἐκδ. γράφεται [[ἀείμνηστος]], [[ἔργον]]... μέγιστον, ἀείμνηστον.
|lstext='''αἰείμνηστος''': -ον, = [[ἀείμνηστος]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 760· ἀλλ’ ἐν ταῖς νεωτ. ἐκδ. γράφεται [[ἀείμνηστος]], [[ἔργον]]... μέγιστον, ἀείμνηστον.
}}
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[ἀείμνηστος]].
}}
}}

Revision as of 19:39, 9 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

αἰείμνηστος: -ον, = ἀείμνηστος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 760· ἀλλ’ ἐν ταῖς νεωτ. ἐκδ. γράφεται ἀείμνηστος, ἔργον... μέγιστον, ἀείμνηστον.

French (Bailly abrégé)

c. ἀείμνηστος.