ἀθέρμαντος: Difference between revisions
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
(6_18) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀθέρμαντος''': -ον, ὁ μὴ θερμανθείς, παρ’ Αἰσχύλ. Χο. 629· ἀθ. ἐστία, πιθ. [[ἑστία]], δηλ. οἰκογένεια μὴ θερμαινομένη δι’ ἐρίδων καὶ παθῶν. | |lstext='''ἀθέρμαντος''': -ον, ὁ μὴ θερμανθείς, παρ’ Αἰσχύλ. Χο. 629· ἀθ. ἐστία, πιθ. [[ἑστία]], δηλ. οἰκογένεια μὴ θερμαινομένη δι’ ἐρίδων καὶ παθῶν. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non réchauffé;<br /><b>2</b> qui ne peut être réchauffé.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[θερμαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A not heated; ἑστία A.Ch.629, either a cold hearth, or (as Sch.) a household not heated by strife or passion.
Greek (Liddell-Scott)
ἀθέρμαντος: -ον, ὁ μὴ θερμανθείς, παρ’ Αἰσχύλ. Χο. 629· ἀθ. ἐστία, πιθ. ἑστία, δηλ. οἰκογένεια μὴ θερμαινομένη δι’ ἐρίδων καὶ παθῶν.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non réchauffé;
2 qui ne peut être réchauffé.
Étymologie: ἀ, θερμαίνω.