ἀνηγέομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(6_13b) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνηγέομαι''': μέλλ. -ήσομαι: - Ἀποθ., διηγοῦμαι, βραχύ μοι [[στόμα]] πάντ’ ἀναγήσασθ’ Πινδ. Ν. 10. 35, Ἡρόδ. 5.4 ([[ἔνθα]] ἄλλοι ἔχουσιν ἀπηγ-)· πρβλ. διεξηγέομαι. 2) ἀμετάβ., [[εἴην]] εὑρησιεπὴς ἀναγεῖσθαι [[πρόσφορος]] ἐν Μοισᾶν δίφρῳ, νὰ [[προβαίνω]] ἐπαξίως ἐν τῷ δίφρῳ τῶν Μουσῶν, Πινδ. Ο. 9. 120. | |lstext='''ἀνηγέομαι''': μέλλ. -ήσομαι: - Ἀποθ., διηγοῦμαι, βραχύ μοι [[στόμα]] πάντ’ ἀναγήσασθ’ Πινδ. Ν. 10. 35, Ἡρόδ. 5.4 ([[ἔνθα]] ἄλλοι ἔχουσιν ἀπηγ-)· πρβλ. διεξηγέομαι. 2) ἀμετάβ., [[εἴην]] εὑρησιεπὴς ἀναγεῖσθαι [[πρόσφορος]] ἐν Μοισᾶν δίφρῳ, νὰ [[προβαίνω]] ἐπαξίως ἐν τῷ δίφρῳ τῶν Μουσῶν, Πινδ. Ο. 9. 120. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-οῦμαι;<br />passer en revue, énumérer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἡγέομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
Dor. ἀνᾱγ-,
A relate, rehearse, Pi.N.10.19, cf. I.6(5).56, Hdt.5.4. 2 intr., ἀ. πρόσφορος ἐν Μοισᾶν δίφρῳ advance worthily in the Muses' car, Pi.O.9.80.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνηγέομαι: μέλλ. -ήσομαι: - Ἀποθ., διηγοῦμαι, βραχύ μοι στόμα πάντ’ ἀναγήσασθ’ Πινδ. Ν. 10. 35, Ἡρόδ. 5.4 (ἔνθα ἄλλοι ἔχουσιν ἀπηγ-)· πρβλ. διεξηγέομαι. 2) ἀμετάβ., εἴην εὑρησιεπὴς ἀναγεῖσθαι πρόσφορος ἐν Μοισᾶν δίφρῳ, νὰ προβαίνω ἐπαξίως ἐν τῷ δίφρῳ τῶν Μουσῶν, Πινδ. Ο. 9. 120.