δεράς: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
(6_4)
(Bailly1_1)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''δεράς''': -άδος, ἡ, = [[δειράς]], ἐκ διορθώσεως τοῦ Toup ἐν Σοφ. Φ. 491.
|lstext='''δεράς''': -άδος, ἡ, = [[δειράς]], ἐκ διορθώσεως τοῦ Toup ἐν Σοφ. Φ. 491.
}}
{{bailly
|btext=άδος (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[δειράς]].
}}
}}

Revision as of 19:46, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 548] άδος, ἡ, = δειράς, nach Herm. Conj., Soph. Phil. 49 1; Eur. I. T. 1240.

Greek (Liddell-Scott)

δεράς: -άδος, ἡ, = δειράς, ἐκ διορθώσεως τοῦ Toup ἐν Σοφ. Φ. 491.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
c. δειράς.