διερωτάω: Difference between revisions
From LSJ
οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχει → Zeus has not yet turned his neck aside
(6_7) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διερωτάω''': ἐρωτῶ ποικιλοτρόπως, [[ἀνακρίνω]], τινα Πλάτ. Ἀπολ. 22Β, Γοργ. 458Α, κτλ.· δ. τινά τι ὁ αὐτ. Πρωτ. 315C. ΙΙ. ἐρωτῶ ἐπιμόνως ἢ συνεχῶς, οἱ διερωτῶντες ὑμᾶς… τί βούλεσθε ; Δημ. 34. 22. | |lstext='''διερωτάω''': ἐρωτῶ ποικιλοτρόπως, [[ἀνακρίνω]], τινα Πλάτ. Ἀπολ. 22Β, Γοργ. 458Α, κτλ.· δ. τινά τι ὁ αὐτ. Πρωτ. 315C. ΙΙ. ἐρωτῶ ἐπιμόνως ἢ συνεχῶς, οἱ διερωτῶντες ὑμᾶς… τί βούλεσθε ; Δημ. 34. 22. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> interroger en détail : τινα qqn;<br /><b>2</b> interroger avec persistance, ne cesser de questionner.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἐρωτάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:47, 9 August 2017
English (LSJ)
A cross-question, τινά Pl.Ap.22b, Grg.458a, etc.; δ. τινά τι Id.Prt.315c. II ask constantly or continually, οἱ διερωτῶντες ὑμᾶς . . τί βούλεσθε; D.3.22.
Greek (Liddell-Scott)
διερωτάω: ἐρωτῶ ποικιλοτρόπως, ἀνακρίνω, τινα Πλάτ. Ἀπολ. 22Β, Γοργ. 458Α, κτλ.· δ. τινά τι ὁ αὐτ. Πρωτ. 315C. ΙΙ. ἐρωτῶ ἐπιμόνως ἢ συνεχῶς, οἱ διερωτῶντες ὑμᾶς… τί βούλεσθε ; Δημ. 34. 22.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 interroger en détail : τινα qqn;
2 interroger avec persistance, ne cesser de questionner.
Étymologie: διά, ἐρωτάω.