Βάκτρα: Difference between revisions
From LSJ
ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow
(6_21) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Βάκτρα''': τά, πρωτεύουσα τῆς ἐν Ἀσίᾳ Βακτριανῆς, παρὰ νεωτέροις Balkh, Ἀριστ. π. θαυμασ. 46, Στράβ. 514, κ. ἀλλ.· - οἱ κάτοικοι Βάκτριοι [[αὐτόθι]] 513· ἢ Βακτριανοὶ [[αὐτόθι]] 514· - περίφημοι ἦσαν αἱ Βακτριαναὶ κάμηλοι, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2. 1, 24. | |lstext='''Βάκτρα''': τά, πρωτεύουσα τῆς ἐν Ἀσίᾳ Βακτριανῆς, παρὰ νεωτέροις Balkh, Ἀριστ. π. θαυμασ. 46, Στράβ. 514, κ. ἀλλ.· - οἱ κάτοικοι Βάκτριοι [[αὐτόθι]] 513· ἢ Βακτριανοὶ [[αὐτόθι]] 514· - περίφημοι ἦσαν αἱ Βακτριαναὶ κάμηλοι, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2. 1, 24. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων ([[τά]]) :<br /><i>c.</i> [[Βακτριανή]].<br />'''Étymologie:''' -. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
τά,
A Balkh, Hdt.9.113, Arist.Mir.833b14, Str.11.8.9: the people were Βάκτριοι, Hdt.3.102; or Βακτριανοί, Str.l.c.; cf. Βακτριανή ἡ, Id.11.9.2:—the Bactrian camels were famous, Arist. HA498b8.
Greek (Liddell-Scott)
Βάκτρα: τά, πρωτεύουσα τῆς ἐν Ἀσίᾳ Βακτριανῆς, παρὰ νεωτέροις Balkh, Ἀριστ. π. θαυμασ. 46, Στράβ. 514, κ. ἀλλ.· - οἱ κάτοικοι Βάκτριοι αὐτόθι 513· ἢ Βακτριανοὶ αὐτόθι 514· - περίφημοι ἦσαν αἱ Βακτριαναὶ κάμηλοι, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2. 1, 24.