βούνομος: Difference between revisions

From LSJ

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''βούνομος''': -ον, βοσκόμενος ὑπὸ βοῶν ἐπὶ νομῶν, λειμώνων πρὸς νομὴν, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 243, Σοφ. Ἠλ. 181˙ [[ἀλλά]], 2) ἀγέλαι βουνόμοι (παροξ.) ἀγέλαι βοσκομένων βοῶν, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 26.
|lstext='''βούνομος''': -ον, βοσκόμενος ὑπὸ βοῶν ἐπὶ νομῶν, λειμώνων πρὸς νομὴν, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 243, Σοφ. Ἠλ. 181˙ [[ἀλλά]], 2) ἀγέλαι βουνόμοι (παροξ.) ἀγέλαι βοσκομένων βοῶν, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 26.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />où paissent les bœufs.<br />'''Étymologie:''' [[βοῦς]], [[νέμω]].
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βούνομος Medium diacritics: βούνομος Low diacritics: βούνομος Capitals: ΒΟΥΝΟΜΟΣ
Transliteration A: boúnomos Transliteration B: bounomos Transliteration C: voynomos Beta Code: bou/nomos

English (LSJ)

ον,

   A grazed by cattle, of pastures, A.Fr.249, S. El.181 (lyr.).    2 ἀγέλαι βουνόμοι (parox.) herds of grazing oxen, Id.OT26.

Greek (Liddell-Scott)

βούνομος: -ον, βοσκόμενος ὑπὸ βοῶν ἐπὶ νομῶν, λειμώνων πρὸς νομὴν, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 243, Σοφ. Ἠλ. 181˙ ἀλλά, 2) ἀγέλαι βουνόμοι (παροξ.) ἀγέλαι βοσκομένων βοῶν, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 26.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
où paissent les bœufs.
Étymologie: βοῦς, νέμω.