διαδοτέος: Difference between revisions
From LSJ
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαδοτέος''': έα, έον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει τις νὰ διαδώσῃ ἢ κοινολογήσῃ, Ἱσοκρ. 281Β. ΙΙ. διαδοτέον, πρέπει τις νὰ διανείμῃ, νὰ διαμοιράσῃ, Πλάτ. Τιμ. 19Α. | |lstext='''διαδοτέος''': έα, έον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει τις νὰ διαδώσῃ ἢ κοινολογήσῃ, Ἱσοκρ. 281Β. ΙΙ. διαδοτέον, πρέπει τις νὰ διανείμῃ, νὰ διαμοιράσῃ, Πλάτ. Τιμ. 19Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />qu’il faut publier.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[διαδίδωμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
έα, έον,
A to be published, Isoc.12.233. II διαδοτέον one must distribute, Pl.Ti. 19a.
Greek (Liddell-Scott)
διαδοτέος: έα, έον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει τις νὰ διαδώσῃ ἢ κοινολογήσῃ, Ἱσοκρ. 281Β. ΙΙ. διαδοτέον, πρέπει τις νὰ διανείμῃ, νὰ διαμοιράσῃ, Πλάτ. Τιμ. 19Α.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qu’il faut publier.
Étymologie: adj. verb. de διαδίδωμι.