λυσιτελούντως: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
(6_6) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῡσιτελούντως''': Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ [[λυσιτελέω]], χρησίμως, ὠφελίμως, ἐπωφελῶς, Ξεν. Οἰκ. 20, 21, Πλάτ. Ἀλκ. 2. 146B· τινὶ Δίων Κ. 56. 40. | |lstext='''λῡσιτελούντως''': Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ [[λυσιτελέω]], χρησίμως, ὠφελίμως, ἐπωφελῶς, Ξεν. Οἰκ. 20, 21, Πλάτ. Ἀλκ. 2. 146B· τινὶ Δίων Κ. 56. 40. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />utilement.<br />'''Étymologie:''' [[λυσιτελέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
Adv.
A usefully, profitably, X.Oec.20.21, Pl.Alc.2.146b; ἑαυτοῖς D.C.56.40.
Greek (Liddell-Scott)
λῡσιτελούντως: Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ λυσιτελέω, χρησίμως, ὠφελίμως, ἐπωφελῶς, Ξεν. Οἰκ. 20, 21, Πλάτ. Ἀλκ. 2. 146B· τινὶ Δίων Κ. 56. 40.
French (Bailly abrégé)
adv.
utilement.
Étymologie: λυσιτελέω.