διαχρέομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack

Source
(6_22)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαχρέομαι''': ὑποτακτ. διαχρέωμαι, Ἰων. ἀντὶ διαχρῶμαι.
|lstext='''διαχρέομαι''': ὑποτακτ. διαχρέωμαι, Ἰων. ἀντὶ διαχρῶμαι.
}}
{{bailly
|btext=v. [[διαχράομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαχρέομαι Medium diacritics: διαχρέομαι Low diacritics: διαχρέομαι Capitals: ΔΙΑΧΡΕΟΜΑΙ
Transliteration A: diachréomai Transliteration B: diachreomai Transliteration C: diachreomai Beta Code: diaxre/omai

English (LSJ)

subj. διαχρέωμαι, lon. for διαχράομαι (q. v.).

Greek (Liddell-Scott)

διαχρέομαι: ὑποτακτ. διαχρέωμαι, Ἰων. ἀντὶ διαχρῶμαι.

French (Bailly abrégé)

v. διαχράομαι.