διάστροφος: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(6_19)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διάστροφος''': ον. ὁ συνεστραμμένος, διεστρεβλωμένος, δ. καὶ ἔμπηρα καί ἀπόπληκτα Ἡρόδ. 1. 167· [[μορφή]] καί φρένες διάστροφοι Αἰσχύλ. Πρ 673. πρβλ. Σοφ. Αἴ. 447· [[ὀφθαλμός]], κόραι ὁ αύτ. Τρ. 794, Εὐρ. Βάκχ. 1122· ἐπὶ προσώπου, [[διάστροφος]] τοὺς ὀφθαλμούς, τό [[σῶμα]] Ἀθήν. 339F, Λουκ. Ἀπαιδ. 7._ Ἐπίρρ. -φως Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 152.
|lstext='''διάστροφος''': ον. ὁ συνεστραμμένος, διεστρεβλωμένος, δ. καὶ ἔμπηρα καί ἀπόπληκτα Ἡρόδ. 1. 167· [[μορφή]] καί φρένες διάστροφοι Αἰσχύλ. Πρ 673. πρβλ. Σοφ. Αἴ. 447· [[ὀφθαλμός]], κόραι ὁ αύτ. Τρ. 794, Εὐρ. Βάκχ. 1122· ἐπὶ προσώπου, [[διάστροφος]] τοὺς ὀφθαλμούς, τό [[σῶμα]] Ἀθήν. 339F, Λουκ. Ἀπαιδ. 7._ Ἐπίρρ. -φως Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 152.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui est de travers, contrefait ; dont les yeux sont hagards ; égaré, hagard.<br />'''Étymologie:''' [[διαστρέφω]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάστροφος Medium diacritics: διάστροφος Low diacritics: διάστροφος Capitals: ΔΙΑΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: diástrophos Transliteration B: diastrophos Transliteration C: diastrofos Beta Code: dia/strofos

English (LSJ)

ον,

   A twisted, distorted, δ. καὶ ἔμπηρα καὶ ἀπόπληκτα Hdt.1.167; μορφὴ καὶ φρένες δ. A.Pr. 673, cf. S.Aj.447; ὀφθαλμός Id.Tr.794; δ. κόρας ἑλίσσουσ' E.Ba. 1122, cf. 1166 (lyr.); of a person, δ. τοὺς ὀφθαλμούς, τὸ σῶμα, Ath. 8.339f, Luc.Ind.7. Adv. -φως incorrectly, λέγειν S.E.M.1.152.

Greek (Liddell-Scott)

διάστροφος: ον. ὁ συνεστραμμένος, διεστρεβλωμένος, δ. καὶ ἔμπηρα καί ἀπόπληκτα Ἡρόδ. 1. 167· μορφή καί φρένες διάστροφοι Αἰσχύλ. Πρ 673. πρβλ. Σοφ. Αἴ. 447· ὀφθαλμός, κόραι ὁ αύτ. Τρ. 794, Εὐρ. Βάκχ. 1122· ἐπὶ προσώπου, διάστροφος τοὺς ὀφθαλμούς, τό σῶμα Ἀθήν. 339F, Λουκ. Ἀπαιδ. 7._ Ἐπίρρ. -φως Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 152.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est de travers, contrefait ; dont les yeux sont hagards ; égaré, hagard.
Étymologie: διαστρέφω.