μονόπεπλος: Difference between revisions

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μονόπεπλος''': -ον, ὁ ἔχων μίαν μόνον ἐσθῆτα, δηλ. φορῶν μόνον τὸν χιτῶνα (ἴδε ἐν λ. [[ἄπεπλος]]), ὡς Δωρὶς [[κόρη]], Εὐρ. Ἑκ. 933· πρβλ. Müller Dor. 4. 2. § 3.
|lstext='''μονόπεπλος''': -ον, ὁ ἔχων μίαν μόνον ἐσθῆτα, δηλ. φορῶν μόνον τὸν χιτῶνα (ἴδε ἐν λ. [[ἄπεπλος]]), ὡς Δωρὶς [[κόρη]], Εὐρ. Ἑκ. 933· πρβλ. Müller Dor. 4. 2. § 3.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />vêtu seulement d’un voile.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[πέπλος]].
}}
}}

Revision as of 19:54, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 204] mit einem Gewande, Eur. Hec. 933.

Greek (Liddell-Scott)

μονόπεπλος: -ον, ὁ ἔχων μίαν μόνον ἐσθῆτα, δηλ. φορῶν μόνον τὸν χιτῶνα (ἴδε ἐν λ. ἄπεπλος), ὡς Δωρὶς κόρη, Εὐρ. Ἑκ. 933· πρβλ. Müller Dor. 4. 2. § 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
vêtu seulement d’un voile.
Étymologie: μόνος, πέπλος.